ακύλιο

ακύλιο
Μονοσθενική οργανική ρίζα, με γενικό τύπο RCO– που θεωρείται ότι προκύπτει από τα καρβονικά οξέα (RCOOH), αν απομακρυνθεί το υδροξύλιο του καρβοξυλίου. Κυριότερα παράγωγα του α. είναι τα ακυλαλογονίδια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υδραζίδιο — το, Ν χημ. συνοπτική ονομασία τών αζωτούχων οργανικών ενώσεων, τών οποίων τα μόρια μπορεί να θεωρηθεί ότι προέρχονται από την αντικατάσταση ενός ατόμου υδρογόνου τού μορίου τής υδραζίνης από ένα ακύλιο, καθώς και τών υποκατεστημένων παραγώγων… …   Dictionary of Greek

  • ακυλικές ενώσεις — Παράγωγα των καρβονικών οξέων (RCOOH), όπου κατά την αντικατάσταση το ακύλιο μένει αναλλοίωτο. Προέρχονται από τα οξέα με αντικατάσταση του υδρογόνου του υδροξυλίου ή ολόκληρου του υδροξυλίου, π.χ. ακυλαλογονίδια RCΟx (Χ = αλογόνο), εστέρες… …   Dictionary of Greek

  • ακυλοπαράγωγα — Οργανικές χημικές ενώσεις με γενικό τύπο RCOA, όπου RCO η οργανική ρίζα ακύλιο και Α ένα μονοσθενές σύμπλεγμα. Είναι παράγωγα των καρβονικών οξέων και ανάλογα με τη μορφή του Α διακρίνονται σε ακυλαλογονίδια, αμίδια και κετόνες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”